- τριανδρία
- Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται A και κοντά στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (1 τ. χλμ.).
* * *η, Ν1. (ιδίως στην αρχαία Ρώμη) εξουσία τριών ανδρών, αλλ. τριαρχία2. οι τρεις άνδρες που αποτελούν αυτή την αρχή3. βοτ. η περίπτωση κατά την οποία το άρρεν όργανο φυτού φέρει τρεις στήμονες4. φρ. α) «πρώτη τριανδρία»(στην αρχ. Ρώμη) τίτλος που δόθηκε το 60 π.Χ. στην ομάδα την οποία αποτέλεσαν ο Πομπήιος, ο Καίσαρ και ο Κράσσος ως μια συμφωνία τριών ισχυρών πολιτικών ηγετώνβ) «δεύτερη τριανδρία(στην αρχ. Ρώμη) τίτλος που δόθηκε το 43 π.Χ. στην ομάδα την οποία αποτέλεσαν ο Μάρκος Αντώνιος, ο Λέπιδος και ο Οκταβιανός, οι οποίοι ανέλαβαν απόλυτη δικτατορική εξουσίαγ) «τριανδρία για την οργάνωση τής πολιτείας»(στην αρχ. Ρώμη) η δεύτερη τριανδρίαδ) «η επί τών θρησκευτικών τριανδρία»(στην αρχ. Ρώμη) συμβούλιο τριών ιερέων που δημιουργήθηκε το 196 π.Χ. για να αναλάβει την οργάνωση τού συμποσίου τού Διός, τού σημαντικότερου γεγονότος τών Αγώνων τών Ρωμαίων και τών Αγώνων τών Πληβείωνε) «η επί τού αργυροκοπείου τριανδρία»(στην αρχ. Ρώμη) τριανδρία επικεφαλής τού νομισματοκοπείου κατά την περίοδο τής δημοκρατίας και τής αυτοκρατορίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + ἀνήρ, ἀνδρός + -ία, απόδοση στην Ελληνική τού λατ. triumviratus].
Dictionary of Greek. 2013.